- αποκνισμα
- ἀπόκνισμαἀπό-κνισμα-ατος τό щепотка, кусочек Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόκνισμα — ἀπόκνισμα, το (Α) [αποκνίζω] μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι … Dictionary of Greek
ἀποκνίσμασιν — ἀπόκνισμα that which is nipped off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκνίσματα — ἀπόκνισμα that which is nipped off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)